ωστε

ωστε
    ὥστε
    ὥσ-τε
    I
    1) как, словно
    

(ὥ. παῖδες Hom.; κόρακες ὥ. Aesch.; ὥ. τοξόται σκοποῦ Soph.)

    2) как, в качестве
    

ὥ. θεός Hom. — так как была богиней (досл. в качестве богини)

    3) потому что, так как
    

(ὥ. θαλασσοκράτορες ἐόντες Her.)

    ὥ. περὴ ψυχῆς Hom. — так как речь шла о жизни

    4) а потому, поэтому
    

ὥ. οὐκ ἂν ἔλαθεν αὐτόθεν ὁρμώμενος ὅ Κλέων τῷ στρατῷ Thuc. — так что Клеон не мог (бы) тайно уйти оттуда со своим войском;

    ὥ. ὅ βίος ἀβίωτος γίγνοιτ΄ ἄν Plat. — ввиду чего жизнь стала бы невыносимой

    5) что
    

οὕτως …, ὥ. Xen. — настолько …, что

    6) чтобы
    

οὐκ ἐχθροὴ ὄντες, ὥ. βλάπτειν Thuc. — не будучи (настолько) враждебно настроены, чтобы причинять вред;

    μεῖζον ἢ ὥ. φέρειν δύνασθαι κακόν Xen. — зло слишком большое, чтобы можно было перенести его;
    γέρων ἐκεῖνος, ὥ. σ΄ ὠφελεῖν παρών Eur. — он слишком стар, чтобы его присутствие помогло тебе

    7) так чтобы, при условии
    

ἃ ὑπισχνοῦντο, ὥ. ἐκπλεῖν Xen. — то, что они обещали, при условии отплытия (греков)

    II
    дор. (= οὕστε) acc. pl. к ὅστε См. οστε

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "ωστε" в других словарях:

  • ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …   Dictionary of Greek

  • ὥστε — as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώστε — 1. σύνδ. συμπερασματικός, λοιπόν, ώστε, επομένως: Ώστε δεθα με συνοδέψεις; 2. ως επίρρ. ανταποδοτικό του τόσος ή τόσο δηλώνει συνέπεια, αποτέλεσμα: Είναι τόσοαπασχολημένος με τις δουλειές του, ώστε δεν του μένει καιρός να δει τα παιδιά του. 3. ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. — ὥστε οὐχ ὁρῶ τι χρήσιμον ἔνεστι, τοῖς ὀψὲ δὴ τούτοις ἀλεῖν λεγομένοις μύλοις τῶν θεῶν. См. Бог долго ждет, да больно бьет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὥσθ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥστ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥστεπερ — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥτε — ὥστε as being doric (indeclform conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧτε — ὥστε as being doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»